παταγῶ

παταγῶ
πατάσσω
beat
aor subj pass 1st sg (attic epic doric)
παταγέω
clatter
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
παταγέω
clatter
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παταγώ — έω, Α [πάταγος] 1. κάνω πάταγο, εκπέμπω ισχυρό κρότο («παταγεῑ δ εὐρεία θάλασσα», Θεόκρ.) 2. (για πτηνά) κρώζω, κραυγάζω θορυβωδώς («ὁ κόττυφος ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῡ δὲ χειμῶνος παταγεῑ», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τα δόντια) τρίζω 4. κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • πατάγῳ — πάταγος clatter masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατάγωι — πατάγῳ , πάταγος clatter masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TINNITUS auris — inter omina trina, ut Ausonius in Gripho habet, Veteribus sic proprie appellata. Quam vis enim pro quolibet auspicio augurioque vox ominis non raro sumpta reperiatur: ut in illo Tibulli, l. 1. El. 3. v. 17. Aves dant omina dira. Peculiari tamen… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βρυχιέμαι — (AM βρυχῶμαι, άομαι) 1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια 2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή 3. θρηνώ, κλαίω γοερά 4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο μσν. νεοελλ. βουίζω υποχθόνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • επιπαταγώ — ἐπιπαταγῶ, έω (Α) [παταγώ] κάνω θόρυβο με κάτι («ἐπιπαταγοῡντες κώδωνί τινι καὶ τυμπάνῳ», Μέν.) …   Dictionary of Greek

  • καταπαταγώ — καταπαταγῶ, έω (Μ) χτυπώ δυνατά κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παταγώ «κάνω πάταγο, θόρυβο»] …   Dictionary of Greek

  • πάταγος — ο, ΝΜΑ δυνατός κρότος (α. «πάταγος δὲ τε γίγνετ ὀδόντων», Ομ. Ιλ. β. «πάταγος ἀνέμου», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μτφ. ζωηρή εντύπωση από κάποιο γεγονός η οποία εκφράζεται με θορυβώδη συζήτηση («μόλις μαθευτεί η είδηση θα γίνει πάταγος») μσν. θόρυβος αρχ …   Dictionary of Greek

  • πατάγημα — τὸ, Α [παταγώ] 1. ισχυρός κρότος, πάταγος 2. (κατά το λεξ. Σούδα) (για πρόσ.) «λάλος καὶ πανοῡργος» …   Dictionary of Greek

  • παταγητικός — ή, όν, Α [παταγῶ] 1. αυτός που κάνει πάταγο, θορυβώδης 2. (για πτηνό) αυτός που κρώζει («κόσσυφος παταγητικός ἐξᾠδικοῡ γενόμενος», Κλήμ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”